Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σιταρκά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. καλαμότζ̌ιγρος (το καλαμπόκι).

Συνώνυμα:

Μαππούρα, Σιταροπούλλα (η), Σίταρος, Τζ̌ίγρος (ο)