Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τερτίπκια (τα) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. τα μηχανεύματα. 2. τα νάζια. 3. οι παραξενιές, οι ιδιοτροπίες.

Συνώνυμα:

Ττερτίπκια (τα) (ενικ. Τερτίπιν, Ττερτίπιν (το))