Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τεψίζης, -ισσα, -ικον »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ατεψίζης (1. ο ανήθικος. 2. ο βρομερός. 3. ο ελεεινός).