Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Παστίτσ̌ιον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

το παστίτσιο, μακαρόνια με κιμά, καλυμμένα με κρέμα και ψημένα στο φούρνο.