Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πουκουππίζω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. ποκουππίζω (1. αναποδογυρίζω κάτι με ορμή. 2. τα κάνω λίμπα, τα σπάω. 3. μτφ. μειώνω κάποιον).

Συνώνυμα:

Πουκουππώ