Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τζ̌είτουμαι »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. τζ̌είθεμαι (1. κείτομαι. 2. μένω κατάκοιτος. 3. στριφογυρίζω από τους πόνους).

Συνώνυμα:

Τζ̌είθουμαι, Τζείτομαι