Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τζ̌είττε μέρου »

Επίρρημα

Σημασία:

βλ. τζ̌είθθε μέρου (1. πιο εκεί. 2. πιο μετά).

Συνώνυμα:

Τζ̌είθθεμέρου, Τζ̌είττεμέρου