Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τζ̌ελεφός, -ή, -όν »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. ο αδύνατος, ο αχνός. 2. ο καχεκτικός.

Συνώνυμα:

Τσ̌ελεφός, -ή, -όν