Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τζ̌έλυφος (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. κιλύφιν (το κέλυφος).

Συνώνυμα:

Τζ̌ιλύφιν (το)