Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πατσ̌αούριν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. πατσ̌αούρα (1. το παλιόρουχο, το ράκος. 2. μτφ. α) ο ασχημομούρης. β) ο ακάθαρτος).