Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Παττάλικος, -ιτζ̌η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

1. ο έωλος, ο μπαγιάτικος. 2. βλ. παττάλης (1. ο ανέντιμος. 2. ο αισχρός. 3. ο κακός).

Συνώνυμα:

Παττάλιτζ̌η (η), -ον