Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πεδικλώννω »

Ρήμα

Σημασία:

1. ακινητοποιώ με πέδικλο. 2. κάνω κάποιον να σκοντάψει και να πέσει. μτφ. α) μπερδεύω. β) μπουρδουκλώνω.

Συνώνυμα:

Πεϊκλώννω