Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πουλλούα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. βλ. κλωνού (το τσουτσουνάκι, το πέος μωρού). 2. βλ. πουλλάα (η πουλάδα, η νεαρή όρνιθα).

Συνώνυμα:

Πουλλίν (το), Πουλλού (η) - βλ. κλωνού Πουλλάδα, Πουλλαού, Πουλλού (η) - βλ. Πουλλάα