Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πουμισ̌ιαρεύκω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. πομισ̌ιαρεύκω (συνεταιρίζομαι).

Συνώνυμα:

Πομουσ̌ιαρεύκω, Πουμουσ̌ιαρεύκω