Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πουμουσ̌ιάρικος, -η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. πομισ̌ιάρικος (από μισός, συνεταιρικός).

Συνώνυμα:

Πομουσ̌ιάρικος, Πουμισ̌ιάρικος, -η, -ον