Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πουμπουρία (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. ο βοβμύλιος. 2. είδος νυχτερινής πεταλούδας.

Συνώνυμα:

Πουμπουρίδα (η)