Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σκουλουτρώ »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. σκουλουβρώ (1. αναστατώνω. 2. διεγείρω. 3. υποδαυλίζω. 4. ανακατώνω).

Συνώνυμα:

Σκουλουδρώ, Σκουλουθρώ