Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τζ̌εφαλόπονος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. τζ̌εφαλαρκά (1. ο πονοκέφαλος. 2. το μαξιλάρι).