Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τζ̌ηεύκω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. τζ̌ηγεύκω (φροντίζω κάτι ώστε να μη σπαταληθεί, εξοικονομώ).