Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τζ̌ίζουρος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. πόσ̌η (το κατακάθι του λαδιού).

Συνώνυμα:

Πόσ̌ιν (το), Τζ̌ίζουρον (το), Τζ̌ούζουρος (ο)