Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τζ̌ινούρκος (ο) »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. τζ̌αινούρκος (ο καινούριος).

Συνώνυμα:

Τζ̌ουνούρκος, -α, -ον