Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τζ̌ιόλας »

Επίρρημα

Σημασία:

βλ. τζ̌ιέλις (1. κιόλας. 2. ήδη).

Συνώνυμα:

Τζ̌ιόλα, Τζ̌ιόλις