Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πεισκάζω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. απεικάζω (1. παρατηρώ. 2. φροντίζω. 3. καταλαμβαίνω. 4. αισθάνομαι την απουσία. 5. λησμονώ).

Συνώνυμα:

Πεικάζω, Πεισκώ