Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πούττος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. πουττίν (1. το εξωτερικό γεννητικό όργανο της γυναίκας, το αιδοίο. 2. μτφ. ο άτολμος).