Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ποχτισμένος, -η, -ον »

Μετοχή

Σημασία:

βλ. μπουχτισμένος (1. ο παραχορτασμένος. 2. ο κορεσμένος. 3. αυτός που τα έχει όλα. 4. μτφ. αυτός που τελειώνουν τα όρια της υπομονής του).