Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σκούραθθος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. κουράθθα (η σκουράνθα, το πράσο).

Συνώνυμα:

Κουράττα, Σκουράθθα (η), Σκουράττα (η)