Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σκουρκανίσκω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. σκουρκάζω (1. σκουριάζω. 2. μτφ. αδρανώ και χάνω τη σωματική μου κυρίως ευελιξία).