Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σμίω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. μνίω (1. συνεργάζομαι. 2. ενώνω. 3. αναμειγνύω).

Συνώνυμα:

Σμνίω