Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τζ̌οίτα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. τζ̌οίδκιαστρον (η κοίτη των ορνιθοειδών, των πουλιών).

Συνώνυμα:

Τζ̌οιτάστρα (η), Τζ̌οίταστρον (το), Τζ̌οίτη (η)