Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Περιπλοκάιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. βλ. αγιόκλιμαν (το αγιόκλημα, καλλωπιστικό αναρριχώμενο φυτό με κιτρινωπά εύοσμα άνθη). 2. η περικοκλάδα (γένος αναρριχητικών φυτών με μικρά πρασινωπά άνθη).

Συνώνυμα:

αιγιόκλιμαν (το), Περικλοκάιν, Περικοκλάιν (το)