Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Περπάντης, -ισσα »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. ο παλικαράς. 2. ο πονηρός. 3. ο γυναικάς, ο γκομενιάρης.

Συνώνυμα:

Πιρπάντης, -ισσα, Ππιρπάντης, -ισσα