Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ππεντζ̌ερίσ̌ιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ππεντζ̌εβίσ̌ιν (αρνίσιο κομμάτι κρέας).