Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ππερτσ̌έμιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. περτσ̌έμιν (1. μακριά και λυτά μαλλιά. 2. η χαίτη).