Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ππεσούμενος, -η, -ον »

Μετοχή

Σημασία:

βλ. ππεμένος (1. ο πεσμένος. 2. μτφ. ο κακοδιάθετος).

Συνώνυμα:

Ππεσμένος, -η, -ον