Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σουζαλισμένος, -η, -ον »

Μετοχή

Σημασία:

ο τρανταγμένος, ο ζαλισμένος.

Συνώνυμα:

Σουζουλισμένος, -η, -ον