Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σουρουκλίζω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. σαρακλίζω (1. ισοπεδώνω με το σάρακλον, ένα βαρύ, πολύ μακρύ και στενό ξύλο. 2. μτφ. α) σαρώνω. β) παρασύρω).

Συνώνυμα:

Σαρακλώ, Σουρουκλώ