Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σουρούπκιασμαν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. σουρουπκιά (το σούρουπο, το σύθαμπα).

Συνώνυμα:

Σουρούππωμαν (το)