Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τιλέριν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. πιλέριν (το τελάρο, ξύλινο πλαίσιο πάνω στο οποίο τεντώνεται και στερεώνεται το ύφασμα ή ο μουσαμάς).

Συνώνυμα:

Τιλάρον (το)