Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τίτσιρον (το) »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. τίτσιρος (o γυμνός).

Συνώνυμα:

Τιτσίρα (η), Tιτσίρικον (το)