Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τόπακας (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. γερλής (ο ντόπιος, τοπικός).

Συνώνυμα:

Ντόπκιος, -α, -ον, Τοπκιανός, -ή, -όν