Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πετάξιμον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. πέταμαν (1. το ξόδεμα. 2. η απόρριψη, το ρίξιμο κάπου άχρηστων υλικών και ουσιών).