Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πηδκιαύλιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

ο αυλός.

Συνώνυμα:

Πιδκιαύλιν, Πιθκιαύλιν, Πυθκιαύλιν (το)