Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ππουρκιά (τα) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

τα πράγματα που έχει κάποιος, τα αντικείμενα.

Συνώνυμα:

Ππουρτού (τα)