Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πρεπόν (το) »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. πρεπάμενος (1. ο πρέπων, ο αρμόζων. 2. που επιβάλλεται, είναι ο κατάλληλος, ο αναγκαίος. 3. ο λογικά και ηθικά ορθός).

Συνώνυμα:

Πρεπός (ο), Πρέπουσα (η), Πρέπον (το), Πρεπούμενος, -η, -ον