Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σπάρκωμαν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. η μεγάλη ερωτική επιθυμία. 2. η μεγαλοποίηση.

Συνώνυμα:

Σπαρκωμός (ο)