Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σπιταρόνα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. σπιδκιά (η μεγάλη κατοικία).

Συνώνυμα:

Σπιθκιά (η)