Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τουλουππώννω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. τουλουπκιάζω (1. φασκιώνω, σπαργανώνω. 2. καλύπτω κάτι γύρω γύρω. 3. μτφ. πιάνω κάτι με ορμή).

Συνώνυμα:

Τουλουππίζω