Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τουμάτσ̌ια (τα) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. τομάτσ̌ια (ειδος ζυμαρικού, λαζάνια, χυλοπίτες, ταλιατέλες).

Συνώνυμα:

Τουμάσ̌ια (τα)