Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τουρλού τουρλού »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. λαδερό φαγητό του φούρνου ή της κατσαρόλας από διάφορα λαχανικά, σκέτα ή με κρέας. 2. μτφ. διάφορα πράγματα ανακατεμένα.

Συνώνυμα:

Ττουρλού ττουρλού