Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τουφέκκιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

το ντουφέκι.

Συνώνυμα:

Τουφέτσ̌ιν, Ττουφέτσ̌ιν (το)